dysphagia$23519$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dysphagia$23519$ - translation to ολλανδικά

SWALLOWING DISORDERS
Disphagia; Difficulty swallowing; Difficulty in swallowing; Swallowing difficulties; Inability to eat; Poor feeding; Transfer dysphagia; Feeding difficulties; Swallowing disorder; Grades of dysphagia; Dysfunctional epiglottis; Water swallow test; Trouble swallowing

dysphagia      
n. dysphagie, slikstoornis, bemoeilijkt slikken

Ορισμός

dysphagia
[d?s'fe?d???]
¦ noun Medicine difficulty in swallowing, as a symptom of disease.
Origin
C18: from dys- + Gk phagia 'eating'.

Βικιπαίδεια

Dysphagia

Dysphagia is difficulty in swallowing. Although classified under "symptoms and signs" in ICD-10, in some contexts it is classified as a condition in its own right.

It may be a sensation that suggests difficulty in the passage of solids or liquids from the mouth to the stomach, a lack of pharyngeal sensation or various other inadequacies of the swallowing mechanism. Dysphagia is distinguished from other symptoms including odynophagia, which is defined as painful swallowing, and globus, which is the sensation of a lump in the throat. A person can have dysphagia without odynophagia (dysfunction without pain), odynophagia without dysphagia (pain without dysfunction) or both together. A psychogenic dysphagia is known as phagophobia.